WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
work in [sth] vi + prep | (trade, profession) | εργάζομαι στον τομέα περίφρ |
| My husband works in accounting, and I work in technical services. |
| Ο σύζυγός μου εργάζεται στο τομέα της λογιστικής και εγώ εργάζομαι στον τομέα της συντήρησης. |
work [sth] in vtr phrasal sep | (insert) | ενσωματώνω ρ μ |
| | προσθέτω ρ μ |
| I like the report, but could you somehow work in a mention of John's contribution? |
| Μου αρέσει η αναφορά, αλλά θα μπορούσες κάπως να ενσωματώσεις μία μνεία στην συνεισφορά του Τζον; |
work [sth] in vtr phrasal sep | (insert with difficulty) | βάζω κτ μέσα σε κτ περίφρ |
| | εισάγω ρ μ |
| (έμφαση στη δυσκολία) | σπρώχνω κτ μέσα σε κτ περίφρ |
| | μπήγω κτ μέσα σε κτ περίφρ |
| Drill a hole in the base and then gradually work the rod in the hole. |
| Άνοιξε μια τρύπα στην βάση και μετά σταδιακά σπρώξε τη βέργα μέσα. |
work [sth] in vtr phrasal sep | (find time) | βρίσκω χρόνο για κπ/κτ έκφρ |
| (καθομιλουμένη, μεταφορικά) | στριμώχνω ρ μ |
| I'm pretty busy, but I think I can work in a movie tonight. |
| I hope the doctor's office can work me in today. |
| Είμαι αρκετά απασχολημένος, αλλά νομίζω ότι θα βρω χρόνο για μια ταινία απόψε. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: